- ἐπίκρουμα
- ἐπί-κρουμα, ατος, τό,A beating with the foot,
χθονὸς Ἀργείας S.Fr. 287
(anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χθονὸς Ἀργείας S.Fr. 287
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίκρουμα — ἐπίκρουμα, τὸ (Α) [επικρούω] χτύπημα πάνω σε κάτι («ἐπίκρουμα χθονός Ἀργείας», Σοφ. απ.) … Dictionary of Greek
ἐπίκρουμα — beating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρουμάτων — ἐπίκρουμα beating neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρούμασιν — ἐπίκρουμα beating neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)